- πλεγματεύομαι
- πλεγ-μᾰτεύομαι, [voice] Pass.,A to be entwined, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεγματεύεσθαι — πλεγματεύομαι to be entwined pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεγματεύω — Α [πλέγμα, ατος] (κατά τον Ησύχ.) 1. κατασκευάζω πλέγματα 2. μέσ. πλεγματεύομαι «συμπλέκομαι» … Dictionary of Greek